- πλινθοποιός
- ο рабочий кирпичного завода
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλινθοποιός — ο, ΝΑ ιδιοκτήτης πλινθοποιείου ή τεχνίτης που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + ποιός*] … Dictionary of Greek
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
πλινθάριος — ὁ, Α ο κατασκευαστής πλίνθων, πλινθοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. πλακουντ άριος] … Dictionary of Greek
πλινθοποιία — η, ΝΑ [πλινθοποιός] τεχνολ. η τέχνη τής κατασκευής πλίνθων, πλινθουργία … Dictionary of Greek
πλινθοποιείο — το, Ν τεχνολ. βιομηχανική ή βιοτεχνική εγκατάσταση για την κατασκευή πλίνθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλινθοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. πλινθοποιείον, μαρτυρείται από το 1893 στον Α. Παπαδιαμάντη] … Dictionary of Greek
πλινθοποιώ — έω,ΝΜΑ [πλινθοποιός] κατασκευάζω πλίνθους … Dictionary of Greek
πλινθουλκός — ὁ, Α αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. λιθ ουλκός, ξιφ ουλκός] … Dictionary of Greek
πλινθουργός — ο, ΝΑ τεχνίτης που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. ξυλ ουργός] … Dictionary of Greek